- φρουρός
- ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πρωρός και προυρός Α1. στρατιώτης που αποτελεί μέλος φρουράς (α. «οι φρουροί τών συνόρων» β. «φρουροί τε καὶ φύλακες», Πλάτ.)2. (γενικά) αυτός που έχει επιφορτισθεί με τη φύλαξη, την ασφάλεια και την προάσπιση κάποιου, υπερασπιστής, προασπιστής (α. «φρουρός τής πατρίδας» β. «φρουρός τού Συντάγματος» γ. «τὸν φρουρὸν τῆς Χριστοῦ πόλεως», Ψ Χρυσ.δ. «τῆς οἰκουμένης ἀσφαλεστάτους φρουρούς», Ανών.)νεοελλ.στρ. στρατιώτης ή ναύτης που φυλάγει βάρδια, σκοπόςαρχ.(για σκύλο) φύλακας.[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. φρουρός και φρουρά είναι σύνθ. από την πρόθεση πρό και το ρ. ὁρῶ και έχουν σχηματιστεί μέσω τ. *προhορός και *προ-hορά, αντίστοιχα, με πρόληψη τής δασύτητας και συναίρεση τών δύο -ο- (για ανάλογο τρόπο σχηματισμού βλ. λ. φρούδος). Κατά την επικρατέστερη σήμερα άποψη, το β' συνθετικό τών τ. πρέπει να αναχθεί σε τ. *-soro- / *-sorā, προερχόμενους από την ετεροιωμένη βαθμίδα *sor- (πρβλ. ὄρομαι, αρχαϊκός τ. ενεστ.) τής ρίζας *ser- (πρβλ. λατ. servo) και όχι σε τ. *-Fορ-ός / *-Fορ-ά, όπως πιστευόταν παλαιότερα. Το πρόβλημα αυτό, ωστόσο, συνδέεται με το γενικότερο πρόβλημα τής αρχικής μορφής τής ρίζας τού ρ. ὁρῶ και τής ύπαρξης ή όχι -F- σ' αυτήν, καθώς και τής δασύτητας, που άλλοτε εμφανίζεται και άλλοτε όχι (βλ. λ. ορώ)].
Dictionary of Greek. 2013.